- φιλοπόνηρος
- -ον, ΜΑ1. αυτός που έχει τάση προς το πονηρό2. φίλος πονηρών ανθρώπων3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοπόνηρονη φιλοπονηρία*.επίρρ...φιλοπονήρως Μμε φιλοπονηρία*.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + πονηρός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοπόνηρος — friend to bad men masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπόνηρον — φιλοπόνηρος friend to bad men masc/fem acc sg φιλοπόνηρος friend to bad men neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπονήρου — φιλοπόνηρος friend to bad men masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπονήρους — φιλοπόνηρος friend to bad men masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπονήρῳ — φιλοπόνηρος friend to bad men masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπονηρία — ἡ, ΜΑ [φιλοπόνηρος] η ιδιότητα τού φιλοπόνηρου … Dictionary of Greek
ՉԱՐԱՍԷՐ — (սիրի, րաց.) NBH 2 0570 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 9c, 12c ա. φιλοπόνηρος amator mali, improborum amans, pravus. Սիրօղ զչար եւ զչարս. չարամիտ. չարասիրտ. չարակամ. չար. *Բարեատեաց եւ չարասէր է վատթարն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)